αδύνατος

αδύνατος
-η, -ο (Α ἀδύνατος, -ον)
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος
2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος
3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή επιβολή στους άλλους, αδύναμος
4. αυτός που δεν έχει ικανότητα ή επιτηδειότητα για κάτι, αυτός που αδυνατεί να κάνει κάτι
5. (το ουδ. ως απρόσ. έκφρ.) αδύνατο(ν) [(ενν.) είναι ή εστί]
είναι ακατόρθωτο, απραγματοποίητο ή δύσκολο
νεοελλ.
1. (για έμψυχα) που δεν έχει μεγάλο βάρος, άπαχος, αχαμνός, ισχνός
2. που δεν έχει μεγάλη αντοχή, ο μη ανθεκτικός
3. φρ. «κάνω τα αδύνατα δυνατά», καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες για να πετύχω κάτι
αρχ.
1. που δεν έχει καμιά δύναμη ή χρησιμότητα, άχρηστος, κατεστραμμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἀδύνατος
άνθρωπος ανίκανος να υπηρετήσει ως στρατιώτης λόγω ασθενείας, αναπηρίας ή φτώχειας
3. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀδύνατοι
στο αθηναϊκό δίκαιο, όσοι κρίνονταν ανίκανοι λόγω σωματικής αναπηρίας να κερδίσουν τα προς το ζην και έπαιρναν από την πολιτεία χρηματικό βοήθημα (βλ. και λ. αδύνατοι)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδύνατον έλλειψη δυνάμεως, αδυναμία
5. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τά ἀδύνατα
αδυναμίες, ελλείψεις
6. φρ. «αδύνατος χρήμασι», φτωχός
«ἀδυνάτως ἔχω», α) είμαι αδύναμος, ανίκανος
β) είμαι αδιάθετος, άρρωστος
«ἀδυνάτως ἔχει», είναι αδύνατον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -στερητ. + δυνατός.
ΠΑΡ. ἀδυνατῶ
αρχ.
ἀδυνασία
νεοελλ.
αδυνατεύω, αδυνατία, αδυνατότητα
μσν.- νεοελλ.
αδυνατίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀδύνατος — unable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδύνατος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει δύναμη, αντοχή: Αυτό το ξύλο είναι αδύνατο για τούτη τη δουλειά. 2. άπαχος, ισχνός: Το αρνί είναι πολύ αδύνατο. 3. ακατόρθωτος: Αυτό που ζητάς είναι αδύνατο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Οὐ λέγειν δεινός, ἀλλὰ σιγᾶν ἀδύνατος. — См. Молчи, коли Бог разума не дал …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀδυνατώτερον — ἀδύνατος unable masc acc comp sg ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc comp sg ἀδύνατος unable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδυνατωτάτων — ἀδύνατος unable fem gen superl pl ἀδύνατος unable masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδυνατώτατα — ἀδύνατος unable adverbial superl ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδυνατώτατον — ἀδύνατος unable masc acc superl sg ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδυνάτω — ἀδύνατος unable masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδύνατος unable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱δυνάτω , ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδυνάτως — ἀδύνατος unable adverbial ἀδύνατος unable masc/fem acc pl (doric) ἀ̱δυνάτως , ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδύνατον — ἀδύνατος unable masc/fem acc sg ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”